αὐτοεντίᾳ

αὐτοεντίᾳ
αὐτοεντίᾱͅ , αὐτοεντία
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοεντία — αὐτοεντία, η (Α) [αυτοέντης] το να σκοτώσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια, φυσική αυτουργία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”